προσπλεούσας

προσπλεούσας
προσπλεούσᾱς , προσπλέω
sail towards
pres part act fem acc pl (epic doric ionic)
προσπλεούσᾱς , προσπλέω
sail towards
pres part act fem gen sg (doric)
προσπλεούσᾱς , προσπλέω
sail towards
pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
προσπλεούσᾱς , προσπλέω
sail towards
pres part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποχωρώ — ὑποχωρῶ, έω, ΝΜΑ [χωρῶ] αποσύρομαι προς τα πίσω, οπισθοδρομώ, οπισθοχωρώ («ὡς εἶδον τὰς τῶν Πελοποννησίων ναῡς προσπλεούσας, ὑπεχώρησαν ἐς τὴν Σάμον», Θουκ.) νεοελλ. 1. υφίσταμαι καθίζηση ή πτώση («το έδαφος υποχώρησε κάτω από τα πόδια τους») 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”